-
1 ссуда
-ы θ.δάνειο•денежная ссуда χρηματικό δάνειο•
беспроцентная ссуда άτοκο δάνειο•
погашение -ы απόσβεση δανείου•
долгосрочная ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο•
ссуда под проценты το έντοκο δάνειο•
брать (взять) -у παίρνω δάνειο•
выдавать (выдать) -у δίνω δάνειο, δανειοδοτώ.
-
2 ссуда
ссу́||даж τό δάνειο[ν]:безвозвратная \ссуда δάνειο ἄνευ ἐπιστροφής· \ссуда под проценты τό ἔντοκο[ν] δάνειο[ν]· давать \ссудаду δίνω δάνειο, δανείζω· брать \ссудаду πέρνω δάνειο, δανείζομαι. -
3 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия